φθορά

φθορά
η
1. καταστροφή, όλεθρος, βλάβη, ζημία: Στα Δερβενάκια οι Έλληνες προξένησαν φθορά στους Τούρκους.
2. διάβρωση, τριβή από μεγάλη χρήση, φάγωμα, λιώσιμο, πάλιωμα: Το μανίκι έχει φθορά στους αγκώνες.
3. μτφ., μείωση, παρακμή, αδυνάτισμα, ξέφτισμα: Η κυβέρνηση με τα αντεργατικά μέτρα της έπαθε φθορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φθορά — φθορά̱ , φθορά destruction fem nom/voc/acc dual φθορά̱ , φθορά destruction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορᾷ — φθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… …   Dictionary of Greek

  • φθορᾶ — φθορεύς corrupter masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορᾶι — φθορᾷ , φθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοράν — φθορά̱ν , φθορά destruction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοράς — φθορά̱ς , φθορά destruction fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοραῖς — φθορά destruction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοραί — φθορά destruction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορᾶν — φθορά destruction fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”